- ληίστορι
- ληίστωρmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληίστωρ — ληΐστωρ και λῄστωρ, ορος, ὁ (Α) [ληΐζομαι] 1. ληστής 2. ως επίθ. αυτός μέσω τού οποίου ενεργεί κάποιος λεηλασία («ληΐστορι χαλκῷ», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ληίστορ' — ληίστορα , ληίστωρ masc acc sg ληίστορι , ληίστωρ masc dat sg ληίστορε , ληίστωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)